ἐξανανεοῦνται

ἐξανανεοῦνται
ἐξανανεόομαι
renew
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξανανεώνω — και ξανανεώνω (Α ἐξανανεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. κάνω πάλι νέα ανανέωση 2. μέσ. (για συμβάσεις, χρεωστικά γραμμάτια κ.λπ.) ανανεώνομαι και πάλι αρχ. επαναφέρω και πάλι σε ισχύ ή σε ένταση κάτι, ανανεώνω («συγγένειαν αὐτῶν ἐξανανεοῡνται τοῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”